αλμεύω

αλμεύω
μετ. солить, засаливать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αλμεύω" в других словарях:

  • αλμεύω — ἁλμεύω (Α) βάζω σε άλμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλμη. ΠΑΡ. ἅλμευσις] …   Dictionary of Greek

  • ἁλμευθεῖσα — ἁλμεύω steep in brine aor part pass fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλμεύεται — ἁλμεύω steep in brine pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλμεύσεις — ἅλμευσις pickling fem nom/voc pl (attic epic) ἅλμευσις pickling fem nom/acc pl (attic) ἁλμεύω steep in brine aor subj act 2nd sg (epic) ἁλμεύω steep in brine fut ind act 2nd sg ἁ̱λμεύσεις , ἁλμεύω steep in brine futperf ind act 2nd sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλμευση — η (Α ἅλμευσις) [αλμεύω] η συντήρηση τροφίμων μέσα σε άλμη ή με την προσθήκη αλατιού, αλάτισμα, πάστωμα …   Dictionary of Greek

  • άλμη — η (Α ἅλμη) (νεοελλ. και άρμη) 1. το θαλασσινό νερό, και ιδιαίτερα το νερό τής αλυκής, που έχει υποστεί μερική εξάτμιση 2. λεπτό στρώμα αλατιού που απομένει στο σώμα ή το έδαφος ύστερα από την εξάτμιση τού θαλασσινού νερού 3. νερό μέσα στο οποίο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»